ἐμμαπέως

ἐμμαπέως
ἐμμαπέως
See also: s. μαπέειν.
Page in Frisk: 1,505

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εμμαπέως — ἐμμαπέως (Α) επίρρ. γρήγορα ή με προθυμία …   Dictionary of Greek

  • ἐμμαπέως — quickly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδέχομαι — ὑποδέχομαι, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑποδέκομαι και ὑποδέχνυμαι, Α 1. δέχομαι, συγκεντρώνω κάτι που πέφτει ή που ρέει από πάνω (α. «η δεξαμενή υποδέχεται τα λύματα τού εργοστασίου» β. «ἀγγεῑον τὸ μέλλον ὑποδέξεσθαι τὸ ὕδωρ», Ήρων) 2. δέχομαι με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”